- φορμούς
- φορμόςbasket for carryingmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
COIX — Graece κόιξ, item ἄιρων; unde Latin. oero, de qua voce diximus, sporta vel fiscina est, quâ aliquid tollitur, et fertur: Infima Graecia προφορά ρια vocavit. Hesychius interpretatur πλέγματα, τὰ πεῶλεγμένα ἐκ φύλλων δένδρου σκεὐη, φορμοὺς, unde et … Hofmann J. Lexicon universale
φορμοφόρος — ὁ, Α 1. αυτός που μεταφέρει φορμούς, πλεκτά σκεύη ή δεμάτια ξύλων 2. ως κύριο όν. Φορμοφόροι τίτλος κωμωδίας τού Ερμίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + φόρος*] … Dictionary of Greek